- παχύπους
- παχύπουςthick-footedmasc nom/voc sg (attic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
παχύπους — (pachypus). Κολεόπτερα έντομα της οικογένειας των σκαραβαιιδών. Ζουν στα νησιά της Μεσογείου και έχουν σώμα καφεκίτρινο, με σαφή φυλετικό διμορφισμό. Οι π. κατοικούν κυρίως στην Κορσική, Σαρδηνία και Σικελία. Τα αρσενικά πετούν τα δειλινά σε… … Dictionary of Greek
παχύποδα — παχύπους thick footed masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παχυ- — ΝΜΑ α συνθετικό λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο επίθ. παχύς και προσδίδει στο β συνθετικό τις σημ: α) «παχύς, χοντρός, εξογκωμένος, πηχτός» (πρβλ. παχύ αιμος, παχύδερμος, παχύ ρρευστος, παχύ σαρκος, παχύ σωμος) β)… … Dictionary of Greek
πους — Όρος που δηλώνει τη μετρική μονάδα των ελληνικών και λατινικών στίχων. Διακρίνουμε στους π. μία άρση (ισχυρή συλλαβή, συνήθως μακρά, στην οποία πέφτει ο ρυθμικός τόνος) και μία θέση (ασθενή συλλαβή). Η βραχεία συλλαβή (υ) υπολογιζόταν ως μετρική… … Dictionary of Greek